- προαύξησις
- προαύξ-ησις, ιος, ἡ,A growing out, Hp.Epid.2.1.8. -ω, cause to grow out, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαύξησις — ήσεως, ιων. γεν. ιος, ή, Α [προαύξω] η προηγούμενη αύξηση … Dictionary of Greek